- μελάνδετον
- μελάνδετοςboundmasc/fem acc sgμελάνδετοςboundneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
POMALE — a POMI similitudine, Gallis est ensis capulus; sed clausula; ita enim et Graeci modo μῆλον, modo κατακλεῖδα vocant, dicuntque κατακλείειν τὸ ζίφος de ense, cui capulus additur. Vetus Interpres Nicandri in Alexipharmacis, ad illud, μύκης ὅτι… … Hofmann J. Lexicon universale
λοχαγέτας — λοχαγέτας, ὁ (Α) (δωρ. τ. αντί τού άχρ. λοχηγέτης) λοχαγός («ἄνδρες γὰρ ἑπτὰ θούριοι λοχαγέται, ταυροσφαγοῡντες ἐς μελάνδετον σάκος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + ᾱγέτᾱς (< ἡγέτης < ἡγοῦμαι), πρβλ. αρχ αγέτας, λ… … Dictionary of Greek
μελάνδετος — μελάνδετος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο δέσιμο ή μαύρη λαβή («μελάνδετον... ξίφος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δετός (< δέω «δένω»] … Dictionary of Greek